στρατοϋπηρέτης

στρατοϋπηρέτης
στρᾰτο-ϋπηρέτης, ου, ,
A army servant, prob. in Sammelb.4293.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατοϋπηρέτης — ὁ, Α υπηρέτης στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ὑπηρέτης] …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”